εκχαλώ

εκχαλώ
ἐκχαλῶ (-άω) (Α)
1. αφήνω, απολύω, χαλαρώνω
2. μετριάζω
3. (αμτβ.) χαλαρώνομαι, ατονώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνεκχαλώ — άω, Α γίνομαι χαλαρός συγχρόνως με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκχαλῶ «αφήνω, χαλαρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • υπεκχαλώ — άω, Α 1. χαλαρώνω κάτι ανεπαίσθητα 2. μεσ. ὑπεκχαλῶμαι, άομαι ξεκουράζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκχαλῶ «κατεβάζω, χαλαρώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”