Dictionary of Greek. 2013.
συνεκχαλώ — άω, Α γίνομαι χαλαρός συγχρόνως με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκχαλῶ «αφήνω, χαλαρώνω»] … Dictionary of Greek
υπεκχαλώ — άω, Α 1. χαλαρώνω κάτι ανεπαίσθητα 2. μεσ. ὑπεκχαλῶμαι, άομαι ξεκουράζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκχαλῶ «κατεβάζω, χαλαρώνω»] … Dictionary of Greek